Ένας άλλος Γέροντας πάλι, μου διηγήθηκε ότι βρέθηκε σε έκσταση. Καθώς διάβαζε ένα πατερικό βιβλίο κουράστηκε, μούδιασε το σώμα του κι έγειρε λίγο να ξεκουραστεί, βάζοντας το βιβλίο πού διάβαζε σαν μαξιλάρι. Ο νους του τότε αρπάγη και βρέθηκε στον ουρανό! Εκεί τον πλησίασαν δύο άγγελοι, όπως τους εικονίζει η Εκκλησία μας, με πρόσωπο όμορφο και χαρωπό. Ό Γέροντας έμεινε κατάπληκτος από το κάλλος των Αγγέλων και τούς λέει με θαυμασμό:

-- Άγγελοι μου, τί ωραία είναι αυτή ή φορεσιά που φοράτε!

Οι άγγελοι -το διηγείτο αυτό πολύ συγκινημένος- πρόσχαρα του απήντησαν:

--Έτσι θα γίνει και ή δική σας φορεσιά στον άλλον αιώνα!

Τα έχασε εκείνος, και σαν να έκανε, λέει, μία κίνηση να πάρει φωτογραφική μηχανή -ενώ δεν είχε ποτέ του μηχανή- να τούς φωτογραφίσει.

--Στάσου, του είπαν οι άγγελοι, αυτές οι μηχανές δεν μάς παίρνουν εμάς!

Έμεινε αποσβολωμένος. Πέρασαν από μπροστά του οι άγγελοι, του χαμογέλασαν και φεύγοντας του είπαν:

--Κατέβα τώρα να πάς να προσκυνήσεις την Παναγία.

Τα έχασε ό Γέροντας. Μόλις συνήλθε λίγο, αναρωτήθηκε ποιά Παναγία εννοούσαν;

Κατάλαβε όμως αμέσως! και πήγε στο μοναστήρι Της κι έβαλε μετάνοια, όπως του είπαν οι άγγελοι. Αυτός λοιπόν ό Γέροντας έζησε τον άγγελο από κοντά.

Το ίδιο ακριβώς, υπάρχουν και εμπειρίες δαιμόνων. Όχι μόνο μοναχοί, αλλά και πολλοί προσκυνηταί χριστιανοί μου έχουν διηγηθεί τέτοιες εμπειρίες τους. Γιατί πολλές φορές όταν ό χριστιανός αγωνίζεται σωστά, του κάνει επίθεση ό δαίμονας.

Η πρώτη επίθεση πού θα σου κάνει, είναι το λεγόμενο «κοκκάλωμα». Σε αρπάζει σε σφίγγει και κοκκαλώνει όλο το σώμα σου! "Όπως ένα μυρμήγκι που το πιάνουμε στα δάκτυλα.

Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όταν τον αρπάξει το δαιμόνιο

Έχει τεραστία δύναμη, όπως βλέπουμε και στους δαιμονιζόμενους πού διαβάζουμε στα Ευαγγέλια. Τί γίνεται όμως; Επειδή μέσα στον μοναχό ή στον λαϊκό πιστό λειτουργεί συνέχεια η ευχή, λειτουργεί και την ώρα πού τον σφίγγει ό δαίμονας.

Δουλεύει η ευχή και λέει το Όνομα αυτό («Κύριε Ιησού Χριστέ»), πού στο άκουσμα του και μόνο ό δαίμονας δεν μπορεί ν' αντέξει! Το σώμα είναι «νεκρό», δεν έχει δύναμη, όμως η ψυχή παλεύει.Η ψυχή είναι πνεύμα και παλεύει με τον δαίμονα, πού και αυτός είναι πνεύμα.

Τρία είναι τα πνεύματα:

Η ψυχή, ο άγγελος και ο δαίμονας. Αυτά παλεύουν. Η ψυχή προφέροντας το όνομα του Ιησού Χριστού, κάνει τον διάβολο να μην αντέχει και να φεύγει.

Αυτή η ευχή -θέλω να τονίσω- θα είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής, όταν θα ανεβαίνει προς τα ουράνια. Αυτή ή ευχή θα βοηθήσει την ψυχή να απομακρύνει τα δαιμόνια και θα δώσει την δύναμη στον άγγελο να την πάρει. Να φύγει δηλαδή όσο το δυνατόν ακίνδυνα και απολέμητα ή ψυχή προς τα ουράνια.
Η ευχή («Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»), θα είναι ο μεγαλύτερος βοηθός μας κι έπειτα ο άγγελος…

Θα σας πω τώρα ένα περιστατικό: Ήταν ένας δόκιμος μοναχός ό οποίος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν -κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι .

Ή πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει, και τη νύκτα πού θα σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει ένα τρομερό όραμα:

Βρέθηκε, λέει, εις την Κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε. Κάποια στιγμή φθάνουν σ’ ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.

– Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;

– Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ’ αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι τώρα εγώ.

Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους διαδρόμους. Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει

– Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου.

– Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιά σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.

Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ’ αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω!.. Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε...

Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε! Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.

– Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;

– Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!

Από το βιβλίο « Λόγος Άθωνος – πείρα Πατέρων»

Origpress