Και παρακάτω:

«Και ούτοι πάντες, μαρτυρηθέντες δια της πίστεως, κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν» (Εβρ. ια  39-40). Οι Άγιοι Πάντες, λέγει, καίτοι αποδείχθησαν με την πίστη τους άξιοι, εν τούτοις δεν έλαβαν, όλα όσα τους υπεσχέθη ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας: Να μη πάρουν δηλ. αυτοί μόνοι τους τον τέλειο μισθό, χωρίς εμάς. Αλλά να πάρουν πλήρη το μισθό τους, μαζί με μας, όταν θα φθάσουμε και εμείς εκεί: Ζουν βεβαίως ευτυχισμένοι τώρα. Αλλά τον τέλειο μισθό δεν τον έλαβαν ακόμη. Θα τον λάβουν μαζί με μας κατά την Δευτέρα Παρουσία.

Όσο πλησιάζει το τέλος του παρόντος κόσμου, τόσο και η παρουσία του μέλλοντος φανερώνεται σιγά-σιγά με ολοφάνερα σημεία. Επειδή δηλαδή, στην παρούσα ζωή, δεν δυνάμεθα να διακρίνουμε ο ένας τους διαλογισμούς του άλλου, ενώ στην μέλλουσα ζωή θα βλέπουμε όλα, όσα έχουμε στην καρδιά μας να είναι και στις καρδιές των άλλων. Γι’ αυτό ο προσωρινός αυτός κόσμος μοιάζει με νύκτα, ενώ ο μελλοντικός μοιάζει με ημέρα».

– Πες μου Άγιε Άγγελε, εάν οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους εις τον αιώνιον εκείνον κόσμον, μετά την κοίμησίν τους και τον «θάνατον τον σαρκικόν».

– Άκουσε, Άγιε Πάτερ, είπε ο Άγγελος. Όπως ακριβώς συμβαίνει εις τον κόσμον αυτόν, που οι άνθρωποι κοιμούνται από το βράδυ ως το πρωΐ, το δε πρωΐ σηκώνονται και γνωρίζουν όσους είχαν δη χθες και συν­ομιλούν και χαιρετά ο ένας τον άλλον και πολλές φορές κάθεται ο ένας κοντά στον άλλον και μαζί χαίρονται και συζητούν, έτσι γίνεται και εις τον κόσμον εκείνον.

Ο ένας τον άλλον γνωρίζει και συνευφραίνεται και συνομιλεί. Διότι όπως πηγαίνει κάποιος στην αγορά και εκεί βλέπει άρχοντες και πτωχούς και ερωτά, ποίος είναι ο ένας και ποίος ο άλλος, κατ’ αυτόν τον τρόπον μανθάνει όσους δεν είχε δη ποτέ. Έτσι γίνεται και εκεί. Εννοώ, βέβαια, τους δικαίους, διότι οι αμαρτωλοί, και αυτό ακόμη το στερούνται.

–Προχώρα, προχώρα, προχώρα, πάτερ Ιάκωβε, μη φοβάσαι τα λουλούδια αυτά δεν είναι σαν και κείνα που ξέρεις, δε σπάζουν.

Καθώς προχωρούσα λοιπόν τα πατούσα και δεν σπάζανε. Βλέπω δεξιά μου, ένα απότομο κατήφορο, χωματόδρομο πολύ επικίνδυνο και λέω:

–Τι δρόμος κατηφορικός είναι αυτός; Αν περάση κανένα αυτοκίνητο θα κινδυνεύψη.

Μου λέει ο Γέροντας:

– Εδώ πάτερ Ιακωβε, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, άσ’ τον αυτόν το δρόμο, μη τον κοιτάζης καθόλου, εσύ βάδιζε το δρόμο που βαδίζεις.

Βαδίζαμε, λοιπόν, στον ανθισμένο αυτό δρόμο και λέω:

«Ας κοιτάξω τι υπάρχει γύρω». Βλέπω κάτι ωραιότατα σπιτάκια, αραιοκατοικημένα, σαν παλατάκια, με τις περιφράξεις τους, με τις εξώπορτές τους, γεμάτα λουλούδια και ομορφιά και φως, αλλά ήταν εντελώς άδεια, δεν υπήρχε κανείς άνθρωπος μέσα.

Λέω τότε στο Γέροντα που με συνόδευε:

–Γέροντα, τι ησυχία και τι ομορφιά είναι αυτή; Ας είχα και εγώ ένα τέτοιο σπιτάκι να κάθωμαι στην ησυχία, να κάνω την προσευχή μου, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της ησυχίας.

Τότε σήκωσε ο Γέροντας το χέρι του και μου έδειξε το σπιτάκι που ήταν για μένα. Αμέσως όμως βρέθηκα στο κελλί μου, και είπα:

–Γιατί ξαναγύρισα σ’ αυτόν τον κόσμο; Αχ να μη ξαναγύριζα, αλλά να έμενα για πάντα εκεί!

Είθε, Κύριε Ιησού Χριστέ, να αξιώσης και όλους εμάς που είχαμε την ευλογία να γνωρίσουμε τον δούλο Σου, το Μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο, φεύγοντας από τον προσωρινό αυτόν κόσμο, να ζήσουμε σ’ εκείνες τις υπερκόσμιες Μονές με τις ευχές του, με τις πρεσβείες του Αγίου Δαβίδ και πάντων των Αγίων και  εξαιρέτως με τις μεσιτείες της Παναχράντου Σου Μητρός.