«Τι θα έκανε ο Χριστός στη θέση μας;», «αγαπάτε αλλήλους», είναι οι συνήθεις…παραπομπές.
Καρυκεύουν την ερώτηση και με αναφορές στον Καλό Σαμαρείτη ή στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα «ξένος ήμην και συνηγάγετε με». (Ματθ. ΚΕ, 35)...
Οπότε οφείλουμε «να ανοίξουμε την αγκαλιά μας» (κατά κυρ-Φίλη) και να «συναγάγουμε» τους ξένους λαθρομετανάστες, διότι ( δήθεν ) είναι Ευαγγελική επιταγή.
Ερωτώ και απευθύνομαι κυρίως στους «προοδευτικούς» ιερωμένους που αποκοιμίζουν τον κόσμο με τις αγαπολογίες τους: Ο Κολοκοτρώνης, όταν «αποφάσισε να κάμει» την Επανάσταση, για να εκδιώξει την μισητή ημισέληνο, έτσι σκεφτόταν;
Θα έκοβε Τούρκικα κεφάλια ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, αν δεν ευλογούσε η Εκκλησία τα όπλα του Αγώνα της Παλιγγενεσίας; Τι τραγουδούσαν τότε οι Ρωμιοί;
«Χαρά που το ‘χουν τα βουνά, τα κάστρα περηφάνια/ γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει και η Πατρίδα./ Να βλέπεις διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια/ να βλέπεις και τον Γερμανό, της Πάτρας τον δεσπότη/ πως ευλογάει τ’ άρματα, κι εύχεται τους λεβέντες…».
Ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, τον οποίο ο Κολοκοτρώνης αποκαλούσε καπετάν Δεσπότη, ευλογεί τ’ άρματα στο Βαλτέτσι, ζώνεται τα γιαταγάνια και τα καριοφίλια και πολεμά.
Ο Σαλώνων Ησαΐας, ο πρώτος Έλληνας ιεράρχης ο οποίος έπεσε υπέρ πατρίδος, την ώρα της μάχης της Αλαμάνας, δεν είχε υπ’ όψιν του το Ευαγγέλιο; Γιατί «ρίχνανε στο θυμιατό μπαρούτι για λιβάνι» οι παπάδες και θυσιάζονταν για την λευτεριά του Γένους. Πολλοί απ’ αυτούς δεν ξανάπιασαν το αγιοπότηρο, όμως έφτιαξαν πατρίδα. Ποιμένες καλοί που θυσιάστηκαν υπέρ του σκλαβωμένου ποιμνίου τους.
Παραπέμπω και σ’ ένα περίφημο κείμενο του Δασκάλου του Γένους Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων, ο οποίος υπήρξε «μέγας εκκλησιαστικός ανήρ, λαμπρόν κόσμημα και μέγα καύχημα του Ελληνικού Γένους».
«Λέγω πρώτον, ότι χρεωστείς, Χριστιανέ, καθό Χριστιανός να αγαπάς και να ευεργετής την Πατρίδα. Σε προστάζει ο θείος νόμος “αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν”. Πλησίον σου είναι βέβαια πας άνθρωπος, αλλά ποιoς δύναται να είναι πλησιέστερός σου παρά τους συγγενείς και ομοπίστους και συμπολίτας σου.
Ούτοι είναι οι αδελφοί σου, οίτινες συγκατοικούσι μετά σου εις μίαν και την αυτήν χώραν, ωσάν εις μίαν και την αυτήν οικίαν, ούτοι έχουσι τον αυτόν και συ πατέρα, τον Θεόν, την αυτήν και συ μητέρα, την Εκκλησίαν, το αυτό γενέθλιον έδαφος, και τας αυτάς τροφάς, τους αυτούς νόμους, τους αυτούς άρχοντας και ποιμένας και διδασκάλους, τας αυτάς προς σε κοινάς και πανηγύρεις και απολαύσεις και λύπας και χαράς, όσον λοιπόν ειλικρινέστερον αγαπάς τους συμπατριώτας και την Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον εκπληρώνεις τον νόμον του Θεού και πάλιν εξ εναντίας, όσον αμελείς και προδίδεις πολλάκις της Πατρίδος τα συμφέροντα, τόσον εξελέγχεσαι παραβάτης του θείου νόμου, και του πλησίον σου εχθρός χειρότερος απίστου.
“Eι τις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται, και έστιν απίστου χείρων”…
Τόσον ιερόν και θείον δώρον είναι η Πατρίς ώστε εν των μεγίστων σημείων της κατά των ανθρώπων δικαίας οργής του Θεού γίνεται πολλάκις η στέρησις της Πατρίδος.
…Και αν λοιπόν η Πατρίς είναι τόσον σεβάσμιον, τόσον πολύτιμον, τόσον αγαπητόν, εις τον Θεόν, φανερόν ότι Χριστιανός, όστις αγαπά μάλιστα τον Θεό, και τον πλησίον, χρεωστεί να αγαπά την ιδίαν αυτού Πατρίδα».
(Κων. Κούρκουλα, «Λεύκωμα Δασκάλων του Γένους», σελ. 160, Αθήνα 1971).
Διασώζει ο Ι. Πολέμης την απάντηση κάποιας γιαγιάς προς τον εγγονό της, που απορούσε γιατί την έβλεπε κάθε βράδυ μετά τον εσπερινό μαζί με τα εικονίσματα να θυμιατίζει και το καριοφίλι του παππού.
ψηλά στον τοίχο να σκουριάζει
παιδάκι μου, μην απορείς
αγιολιβάνι του ταιριάζει
γιατί χωρίς αυτό
χωρίς το φλογερό του στόμα
θα ‘μαστε σκλάβοι ακόμα».
(«Ιεράρχες, Εθνάρχες», π. Θεοδώρου Ζήση, σελ. 30).