--- Είμαι ό π. Παίσιος, μην κλαις, παιδί μου. Δεν ήταν θέλημα Θεού νά έρθης στό Μοναστήρι, διότι εγώ αν θά σε έβλεπα θά σου μιλούσα ιδιαιτέρως καί θά σκανδαλίζονταν οι άλλες κοπέλλες. Ήμουν περαστικός. Νά, λοιπόν, με είδες. Μήν κλαις, θά σε καλέσω νά γνωριστούμε, διότι σέ είδα πού μέ ζήτη­σες στην προσευχή σου. Ξέρεις, παιδί μου, τήν αιτία πού δέν μιλούσες άπό μικρή;1

-- Όχι, Γέροντα, ξέρω ότι μίλησα όταν έγινα έπτάμισυ χρονών.

1. Άπό μικρή δέν μιλούσα. Μίλησα όταν έγινα έπτάμισυ χρονών. Όταν πήγαινα μικρή στην Εκκλησία καί ό παπάς έλεγε, «Ευλογημένη ή βασιλεία τού Πατρός καί του Υίοΰ καί τού Άγιου Πνεύματος...» έβλεπα τήν σκεπή της Εκκλησίας νά φεύγη καί νά γίνεται ένα μέ τόν ουρανό ( να ανοίγει ) καί άκουγα ουράνιες ψαλμωδίες. Άπό τήν εικόνα του Χριστού στό τέμπλο έφευγε ή μορφή του καί εμφανιζόταν στό τέλος της Θείας Λειτουργίας.



»Κάθε εβδομάδα ή γιαγιά μου με έπαιρνε στό Κοιμη
τήριο. Μου έκανε εντύπωση τό γεγονός, πού τήν περίοδο του Πάσχα έβλεπα τους τάφους ανοιχτούς καί τίς ψυχές νά κάθονται καί νά ζητούν ελεημοσύνη καί άλλες είχαν μπροστά τους ένα πιάτο καί έτρωγαν. Εγώ τους έβλεπα καί έκλαιγα, δέν ήξερα πώς νά τους βοηθήσω.

Αναρωτιόμουν, γιατί οι τάφοι είναι όλοι ανοιχτοί
ενώ τόν άλλο καιρό είναι κλειστοί καί έκλαιγα πολύ.Μέ ρωτούσε ή γιαγιά μου, «γιατί κλαίς, παιδί μου» και δέν μπορούσα νά της εξηγήσω, αφού δέν μιλούσα. Έκανα νοήματα, αλλά ή γιαγιά μου δέν καταλάβαινε…

Ρώτησε τήν μητέρα σου νά σου πεί. Πλήρω­σες τήν αμαρτία της γιαγιάς σου. Όχι τήν γιαγιά πού γνώρισες, αλλά τήν γιαγιά σου πού δέν γνώ­ρισες.



Μετά άπό ένα έτος, ενώ βρισκόμουν στην Εκ­
κλησία καί παρακολουθούσα τό κήρυγμα, στό τέ­λος μέ πλησίασε μία άγνωστη καί μέ ρώτησε:


--Είστε ή τάδε; (είπε τό όνομα μου).

--Ναι, απαντώ.

--Έρχομαι από τήν Σουρωτή, μέ έστειλε ό Παπ­πούλης, ό π. Παίσιος, νά σας βρω, θέλει νά σάς γνωρίσει.

--Εμένα; Εγώ δέν γνωρίζω τόν γέροντα Παΐσιο.

--Μού είπε ό Παππούλης, τώρα πού θά πάς στην πόλη σου, θά πάς στην τάδε Εκκλησία στό κήρυγ­μα, καί θά δείς μία κοπέλλα μαυροφόρα μέ μαντήλι στό κεφάλι της. Κάθεται σέ ένα σκαμνάκι μέ κομποσχοινάκι στό χέρι, κάθεται απομακρυσμένη, διότι ερ­γάζεται τήν ευχή. Τήν λένε ... (καί μου είπε τό όνομά σου).

Αυτά μου είπε ό Γέροντας. Σού δίνω τό τηλέ­φωνο της Μονής. Νά πάτε, διότι μετά από δύο μέρες ό Παππούλης θά μπεί στό Άγιον Όρος. Έγώ έμεινα άναυδη, αλλά συνάμα δόξασα τόν Κύριο.

Καί θυμήθηκα τήν υπόσχεση πού μου έδωσε όταν είδα τόν Παππούλη, ότι δηλαδή θά μέ καλέση νά γνωριστούμε.

»Πήγα παραμονή των Φώτων καί μόλις τόν είδα τον αναγνώρισα, διότι ήταν ό ίδιος μέ αυτόν πού είδα στο όνειρό μου. Έπεσα νά τόν προσκυνήσω καί μου είπε: «Όχι, παιδί μου, μόνο τόν Κύριο προσκυνάμε».

Του είπα:

--Γέροντα, όπως σας είδα, ακριβώς έτσι είσαστε.
Γέλασε καί μου είπε:

--Παιδί μου, έμενα ό Κύριος μούδωσε μιά πνευ­ματική τηλεόραση καί βλέπω όλον τόν κόσμο. Είδα καί εσένα πού έκανες τήν αίτηση στον Κύριο και ζήτησες νά μέ γνωρίσεις. Σέ είδα καί τήν Πρωτομα­γιά πού έκλαιγες, γι' αυτό ήρθα καί μέ είδες. Είδες, ό καλός Χριστός μας ότι ζητούμε καί είναι καλό μας τό δίνει. Όταν ή ψυχή εφαρμόζει τήν θεία δι­καιοσύνη εισακούεται ή προσευχή της.

Άν ό κό­
σμος, παιδί μου, θά είχε τήν θεία δικαιοσύνη, θά εί­χε αλλάξει όλος ό κόσμος, αλλά δυστυχώς θά δού­με πολλά, Ιδίως εσύ, αδελφή μου. Θέλω νά έχομε τήν πνευματική επαφή. Όταν θά έρχομαι, θά σέ ει­δοποιώ καί θά έρχεσαι νά μέ βλέπης, αλλά θάχομε καί τήν πνευματική επαφή.

--Πώς, Γέροντα, θά έχομε τήν πνευματική επα­φή τόσο μακριά πού βρισκόμαστε; Έσείς στό "Αγιο Όρος καί εγώ στον κόσμο;

--Θά τό καταλάβης αργότερα, θά βλεπόμαστε νοερώς, ό Κύριος έχει τόν τρόπο του. Νά σου πώ, τή νύχτα πού προσεύχομαι μέ κομποσχοίνι, νοε­ρώς βλέπω καί άλλους Γέροντες καί προσευχόμα­στε τήν καρδιακή νοερά προσευχή. Γνωρίζεις, παι­δί μου, ότι έχεις ρίζα συγγενική Αγίου;

--Έ, Γέροντα, αυτό μου τό είπε ό γέροντας Ιε­ρώνυμος στην Αίγινα, όλος ό κόσμος άν πάρωμε τίς ρίζες τους έχουν καί Άγιο συγγενή…

--Δέν θέλεις νά σου πώ ποιόν "Αγιο έχεις συγγενή;

--Άς ποϋμε άλλα, Γέροντα. Έγώ δέν έδωσα ση­μασία, στάθηκα χαζή.

--Νά πής στον Γέροντα σου, καλό είναι νά κάνη ενα γυναικείο Μοναστήρι, νά πάρη τίς κοπέλλες πού θέλουν νά μονάσουν ξέρεις τι ωφέλεια θά έχη ή πε­ριοχή; Μόνο εσύ μέ τίς κοπέλλες δέν ταιριάζεις. Αυ­τές είναι εξωστρεφείς, ενώ εσύ είσαι εσωστρεφής, έ­χεις τήν νοερά προσευχή. Άν θά κάνη Μοναστήρι καί πάς καί σύ, εσύ νά είσαι χώρια σ' ένα καλυ­βάκι, μόνο στην ακολουθία θά πηγαίνης καί τον άλλο καιρό θά είσαι μόνη σου, θά τρως μόνη σου.

--Παππούλη, πήγα σέ Μοναστήρι μέ τό Παλαιό, αλλά έφυγα δέν αναπαύθηκα, κάτι έβλεπα καί ε­γώ διαβάζοντας γιά τήν μοναχική ζωή, εγώ άλλα ήθε­λα...

--Καλά έκανες καί έφυγες. Άπό δύο αιτίες μπο­ρείς νά φύγης. Άπό ζήτημα ηθικής καί άπό ζήτημα πίστεως. Αφού ήταν τό ένα, καλά έκανες καί έφυ­γες, μήν σ' άπασχολή. Κάπου ό Θεός έχει καί για σένα, μήν βιάζεσαι. Νά δοκιμάσης πρώτα καί μετά νά άποφασίσης. Καί εγώ νά σού εξομολογηθώ πή­γα σέ πολλά μέρη, έκανα σέ Σκήτη καί πήγα καί στό Σινα.

 

--Ά, Γέροντα, όταν πήγα τρεις φορές στους Ά­γιους Τόπους, στό Σινα δεν πήγα, γιατί δέν προλα­βαίναμε.

 

--Θά πας καί στό Σινά.

 

--Μπά, Γέροντα, είναι δύσκολο.

 

--Θά πας, παιδί μου καί θά μέ θυμηθής. Δύο φο­ρές θά πάς.

(Καί πράγματι πήγα τό 1992 καί 1994).
Στήν ζωή σου θά πέρασης πολλά, πολλές συκοφαν­τίες, μην στενοχωριέσαι. Και εμένα στό Όρος κά­ποιοι μέ έχουν γιά πλανεμένο. Άλλοι δεν έρχονται νά μέ δουν, γιατί μέ έχουν γιά πλάνο. Ό Θεός να τους φωτίσει καί νά τους ελεήση...

1.
Όπως μου έλεγαν οί γονείς μου, ή ρίζα τοΰ πατέ­ρα μου είναι άπό τήν Νάξο καί ήρθε στην Εύβοια νά δουλέψει ό παππούς καί παντρεύτηκε εκεί, όπου γεννή­θηκε ό πατέρας μου. Έχομε συγγένεια μέ τόν Άγιο Νι­κόδημο τόν Αγιορείτη. Ό πατέρας μου, μου έλεγε τό ε­πίθετο άπό τό γένος της καταγωγής καί εγώ του έλεγα ότι θά τό ξεχάσω. Καί μού έλεγε ό πατέρας μου, νά θυ­μάσαι τήν καλή βρύση, ταιριάζει μέ τό επίθετο του γέ­νους μας. ( Καλλιβούρτζης, ήταν τό επώνυμο τοΰ Αγίου Νικόδημου).


--Γέροντα, τώρα ακολουθώ τό Παλαιό εορτολό­γιο, αλλά στενοχωριέμαι, διότι όλο κατηγορούν το Νέο.

--Έσύ δέν θέλω νά είσαι φανατική. Στήν Αθήνα πού πάς τακτικά, θά πηγαίνεις σέ όποια Εκκλησία έχεις κοντά σου, δέν θά τρέχεις νά βρής Εκκλησία μέ τό Παλαιό.

--Γέροντα, έχω Πνευματικό μέ τό Νέο.

--Έχεις Άγιο Γέροντα.

Έκείνη τήν στιγμή, θυμήθηκα ένα Μοναστήρι πού επισκεπτόμουν συχνά καί σκέφθηκα μήπως ή­ταν καλό νά μονάσω εκεί. Ό Γέροντας διάβασε τόν λογισμό μου καί μου απάντησε:

--Αυτό πού σκέφτεσαι, ξέχασε το. Σέ μεγάλο Μο­ναστήρι θά πηγαίνει πολύς κόσμος δέν θ' αναπαυθείς. Έσύ θ' αναπαυθείς σέ μικρό. Μου έκμυστηρεύθηκε κάτι καί μου είπε, "ξέρω δτι είσαι εχέμυθη".

--Πάνε, παιδί μου, τά χρόνια πού όπως διαβάζομε στά Γεροντικά οι Άγιοι πατέρες είχαν στερή­σεις καί είχαν έργο τους τήν προσευχή, πού είναι δώρο της Χάριτος του Θεού. Καί άλλα πολλά μου είπε γιά τήν προσευχή.

--Γέροντα, σάς κούρασα, ας πηγαίνω, διότι στον Ξενώνα σάς περιμένει πολύς κόσμος.

--Όπως θέλεις, παιδί μου. Μόνο νά σου δώσω τήν σύσταση μου, ό,τι έχεις νά μου γράφης καί ε­γώ τήν ογδόη ήμερα θά έρχομαι στον ύπνο σου και θά σού απαντώ. Μόνο μιά φορά θά σου γράψω, τόν άλλο καιρό θά έχομε πνευματική επικοινωνία, θά φύγης σήμερα;

--Ναι, Γέροντα, διότι αύριο είναι τά Φώτα μέ το Παλαιό.

--Όχι, παιδί μου, δέν θά φύγης, θά μείνης εδώ σήμερα καί Θεού θέλοντος θά φύγης αύριο τό πρωί.

--Ναναι ευλογημένο, Γέροντα, νά μείνω, αλλά επειδή σήμερα είναι νηστεία νά πώ στίς αδελφές, ότι ακολουθώ τό Παλαιό; ή νά φάω ό,τι μου δώσουν;

--Ό,τι σου δώσουν θά φάς καί δέν θά πής τίπο­τε. Τώρα πού είσαι νέα, νά άσφαλισθής στό ΙΚΑ του Θεού.

--Πώς, Γέροντα;

--Μά, τά καθήκοντα πού κάνεις βάζεις μεροκά­ματο καί όποτε μπορείς δούλεψε λίγο παραπάνω γιά νά έχης μισθό στά γεράματα σου, δηλαδή σύν­ταξη, διότι τότε δέν μπορείς νά δούλεψης όπως τώ­ρα. Αυτό έκανα καί εγώ καί όταν είμαι άρρωστος τρώω άπό τά έτοιμα.

Τόν χαιρέτησα καί πήγα στον Ξενώνα. Τό βρά­δυ πού έκανα την προσευχή μου, σκέφθηκα ότι ό Παππούλης δεν μου βρήκε αυτά πού μου αποκά­λυψε ό Κύριος. (Κάποια γεγονότα πού συνέβησαν στην ζωή μου). Τό πρωί πού ξύπνησα νά κάνω τόν κανόνα μου, στίς 5 τό πρωί, χτύπησε τό παράθυρο τρεις φορές λέγοντας, «Δι' ευχών των Αγίων Πατέ­ρων ημών, άνοιξε μου, αδελφή, είμαι ό πατήρ Παίσιος». Του άνοιξα καί απορημένη είπα:


--Γέροντα, εσείς εδώ;

--Ναί, παιδί μου, τή νύχτα μου αποκάλυψε ό Κύ­ριος, ότι πολλά σού φανέρωσε καί δέν μου 'πες τί­ποτε. Σέ παρακαλώ, αδελφή μου, θά πάρης ενα τε­τράδιο καί θά μοϋ τά γράψης όλα, θά τά διαβάσω καί θά σου τά στείλω.

--Νάναι ευλογημένο, Γέροντα.

Καί πράγματι, τά έγραψα καί τά έστειλα. Μού απάντησε, ότι τά τρία πρώτα ήταν Οπτασία καί Όραμα, αλλά μήν τά δίνης σημασία. Μία άλλη φορά, πού έγραψα επιστολή στον π. Παίσιο, επάνω στην ογδόη ημέρα τόν είδα στον ύπνο μου νά μου λέη:

--Παιδί μου, πήρα τήν επιστολή σου, μήν στενο­χωριέσαι πού σέ συκοφαντούν, στεφάνι σου βάζει ό Χριστός διότι σέ αδικούν, κάνε υπομονή έχεις δί­καιο, τά παραχωρεί ό Κύριος νά κάνουμε υπομονή, γιατί παίρνομε μισθό.

Μετά τήν κοίμηση του Παππούλη, ενα βράδυ τόν είδα στον ύπνο μου καί μεταξύ άλλων, μου εί­πε:

«Αδελφή μου, αυτό πού είδες τό 1969, τόν ά­γνωστο μοναχό πού έλεγε τήν νοερά - καρδιακή
προσευχή στον ύπνο του, εγώ ήμουν, όταν ήμουνστό Καλύβι του Τιμίου Σταυρού. Τότε δέν σου φα­νερώθηκε τό όνομά μου, διότι ήμουν ακόμη εν ζωή». Ξύπνησα μέ μεγάλη χαρά πού είδα τόν Παππού­λη καί μου έλυσε τό μυστήριο μέ τόν άγνωστο μο­ναχό πού ασκούσε τήν νοερά προσευχή.

Εξηγώ τί είδα τό 1969…

Κάποια νύχτα μέ παν­σέληνο καθόμουν εξω στην αυλή του σπιτιού μου. Έλεγα τήν ευχή μέ συγκίνηση καί δάκρυα καί αι­σθανόμουν σάν νά βρισκόμουν σέ άλλο πλανήτη. Δέν μπορούσα νά καταλάβω, πώς συμβαίνει νά κοι­μάται κανείς καί συγχρόνως νά λέη τήν ευχή, όπως λέγει καί ή Άγια Γραφή, « Έγώ καθεύδω και ή καρδία μου γρηγορεί» (αγρυπνεί). Παρακαλούσα τόν Κύριο νά μου φανέρωση πώς γίνεται αυτό.

Καί
αισθάνθηκα ή ψυχή μου νά ανέβηκε ψηλά καί έ­βλεπα διάφορα συννεφάκια από τήν γη νά ανεβαί­νουν στον ουρανό καί είχα έναν οδηγό νά μου λέη: «Βλέπεις αυτά τά συννεφάκια; Είναι οί προσευχές τών Ορθοδόξων Χριστιανών πού ανεβαίνουν ώς θυμίαμα στον θρόνο του Θεού.

Τώρα εχω εντολή
άπό τόν Κύριο, νά σου δείξω έναν Άγιο μοναχό, πού εργάζεται μέρα καί νύχτα τήν νοερά - καρ­διακή προσευχή του Ίησου».

Είδα τόν Άθωνα από τήν Βόρεια πλευρά καί απέναντι τήν Θάσο καί ενα καλυβάκι πολύ μικρό, όπου μέσα κοιμόταν ένας μο­ναχός, πού στον ύπνο του έλεγε τήν νοερά - καρδιακή προσευχή.

Ενώ ήμουν μακριά, αισθάνθηκα σάν νά ήμουν κοντά καί έβλεπα σάν υπέρηχο. Έ­
βλεπα τήν καρδιά του νά χτυπά τάκ-τάκ καί ά­κουγα τήν αναπνοή του καί έλεγε μέ εισπνοή καί εκπνοή τήν ευχή «Κύριε Ίησου Χριστέ, έλέησόν με».

Ό νεανίας οδηγός μου, μου έδειξε τους δύο φρου­ρούς πού φύλαγαν τόν μοναχό. «Είναι οί φύλακες Άγγελοι, ό ένας πού πήρε όταν βαπτίσθηκε καί ό έτερος όταν πήρε τό Αγγελικό Σχήμα. Τό όνομα του δέν έχω εντολή νά σου τό φανερώσω, διότι α­κόμη ζει. Όταν κοιμηθεί, ό ίδιος θά ' ρθή νά σου τό πή. Είναι Άγιος".

 

Μου έδειχνε τήν καρδιά του καί μου έλεγε: "Έδώ έχει τό κατά Θεόν πένθος, τήν χαρμολύπη, με­τά έρχονται τά καρδιακά δάκρυα" καί μου εξηγού­σε, πώς έχει συνέχεια τό νου στον Θεό καί σκέφτε­ται τόν Κύριο καί τήν Παναγία.

Όταν συνήλθα, άρχισα νά λέγω τήν ευχή μέ τόσο πόθο, πού μέ συνήρπασε καί έτσι άπό τότε, κάθε βράδυ τρείς ώρες λέω τήν ευχή, καί δύο ώρες τό πρωί.

 

Θυμάμαι καί κάποια άλλα πού μου έλεγε ό Παππούλης. Κάποτε, ήταν πολύ στενοχωρημένος πού σκότωσαν τό ένα άπό τά τρία φίδια πού τάιζε. 'Άλλη φορά, μου έλεγε τις δοκιμασίες του άπό τόν διάβολο. Καί κάποτε, πού πήγαμε μέ ένα φιλικό ζευγάρι καί τόν ρώτησαν άν πρέπει νά βάλουν υ­πογραφή γιά ένα θέμα πού αφορούσε έναν κληρι­κό, ό Παππούλης είπε:

 

«Νά προσέχετε πολύ, μήν βάζετε εύκολα υπογραφές». Καί σέ μένα ήρθε ένας ηγούμενος καί ό Κύριος μέ πληροφόρησε ότι έρχε­ται, καί αμέσως έφυγα καί πήγα στό δάσος καί έ­μεινα όλη τή νύχτα καί μετά αρρώστησα. Τό τι α­κούγονταν στό Όρος δέν φαντάζεσθε! Άν τόν δε­χόμουν, οί Αγιορείτες θά με έλεγαν διπλά πλανε­μένο…



( «
Μαρτυρία ανώνυμης»: απόσπασμα από το Βιβλίο πού τελευταία κυκλοφόρησε

« Ο Όσιος Παϊσιος» ,

Εκδόσεις
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ», σελ. 140 - 150 )

=============================


Ένα συγκλονιστικό θαύμα πάνω στον τάφο του Οσίου


Παϊσίου στην Σουρωτή…



TAFOSpPaisioy



«Από τα δώδεκα μου χρόνια υπέφερα από δαιμόνιο. Η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο. Μετά τους εξορκισμούς που μου διαβάζανε αισθανόμουν σαν να με είχαν δείρει. Το Α’ Σάββατο των νηστειών, το έτος 1995, ο πνευματικός μου προγραμμάτισε να κάνουμε αγρυπνία στην Σουρωτή.

Πριν ξεκινήσουμε, αισθάνθηκα άγριο πόλεμο. Σε όλη την αγρυπνία δεν αισθάνθηκα καθόλου νύστα. Ήμουν στο κέντρο της Εκκλησίας κάτω και γύρω-γύρω μοναχές. Τελείωσε η αγρυπνία και άρχισαν να διαβάζουν αγιασμό. Αγρίεψα πολύ. Με πήγαν να φιλήσω τα λέιψανα του Αγίου Αρσενίου.

Ήταν η πρώτη φορά, το λέω και ανατριχιάζω, που αισθάνθηκα και σωματικά κάψιμο. Στο τέλος γύρισα και είπα “Παΐ., Παΐ.”. Με ρώτησε η Ηγουμένη : “Παΐσιος;” και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Τότε αγρίεψα πάρα πολύ, άρχισα να τσιρίζω, με πήγαν στον τάφο, και εκεί φώναξα τρεις φορές “Άγιος”.

Ενώ ήθελα και προσπαθούσα να φύγω με πιάσανε και… με το ζόρι με ξαπλώσανε στον τάφο του Γέροντα ανάσκελα. Είδα τότε το γέροντα να ανασηκώνεται από τη μέση και πάνω σαν να ξυπνά από ύπνο, όχι σαν νεκρός. Ήταν ακριβώς ο ίδιος με τα γένια και τα ράσα του. Ήταν θέμα δευτερολέπτου...

Με ακούμπησε με το χέρι του στο μέτωπο και την ίδια στιγμή είδα να βγαίνει μαύρος καπνός από το στόμα μου.

Ηρέμησα παντελώς, αλλά ο σωματικός πόνος δεν έφυγε αμέσως. Κοιμήθηκα και από τον πόνο ξυπνούσα λέγοντας “Πονάω πολύ”.

Επί 40 μέρες όμως ένοιωθα μια τέτοια χαρά, που από την χαρά μου έκλαιγα. Ίσως να ήταν παράτολμο αυτό που είπα : «Θεέ μου, έστω και για μια ολόκληρη ζωή να βασανίζομαι όπως πρώτα, φθάνει να αισθανθώ πάλι, έστω και για ένα λεπτό αυτή την χαρά».

agapienxristou