Στην Γένεση, στο ιη´ και ιθ´ κεφάλαιο αναφέρεται το γεγονός της ομοφυλοφιλίας - αρσενοκοιτίας, η οποία είχε καταστεί μάστιγα στις πόλεις των Σοδόμων και της Γομόρρας, εξ ου και η ονομασία της πράξεως αυτής «Σοδομιτισμός».

Εκεί συναντάμε την οργή τον Ιδίου του Θεού έναντι αυτής της θανάσιμης αμαρτίας - παρακοής στο θέλημά Του: «...είπε δε Κύριος: κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» (Γέν. 18, 20).

Το αποτέλεσμα αυτής της οργής του Θεού αναφέρεται στο επόμενο κεφάλαιο:

«Και κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γομόρρα θείον και πυρ παρά κυρίου εκ του ουρανού και κατέστρεψεν τας πόλεις ταύτας
και πάσαν την περίοικον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσιν και πάντα τα ανατέλλοντα εκ της γης» (Γέν. 19, 24-25. Βλ. και Λευϊτ. 18, 22. Δευτ. 29, 21-25. Ησ. 1, 7 κ.εξ. 13, 19 κ.εξ.. Ιερ. 49, 18. Aμὼς 4, 11. Ψαλμ. 10, 6).

Τόση ήταν η οργή του Θεού, ώστε κατέκαυσε και κάθε βλάστηση, κατά το προαναφερθέν κείμενο, στην οποία είχε πατήσει ομοφυλόφιλος. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι τέτοιου μεγέθους είναι το αμάρτημα της αρρενομιξίας, ώστε αναγκάσθηκε ὁ Θεός να δείξει την γέεννα τής Κόλασης πριν την καθορισμένη ώρα της:

«Εννόησον τοίνυν ηλίκον ἐστὶ το αμάρτημα ως βιάσασθαι προ καιρού την γέενναν φανήναι. και γαρ παράδοξος ήν ο υετός εκείνος, επειδή και παρά φύσιν και παράνομος η μίξις, και κατέκλυσε την γην, επειδή και τας εκείνων ψυχάς η χαλεπή και επάρατος επιθυμία» (PG 60, 420).
Στην Καινή Διαθήκη ὁ Ίδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος επιβεβαιώνει την καταστροφή των Σοδόμων και της Γομόρας ως αποτέλεσμα της Θείας οργής:

«Έβρεξεν πυρ και θείον απ᾽ ουρανού και απώλεσεν πάντας» (Λουκ. 17, 29). Εξάλλου η αιώνια καταδίκη των Σοδομιτών επιβεβαιώνεται πλειστάκις στο Ιερό Ευαγγέλιο (Βλ. Ματθ. 10, 15. 11, 24. Λουκ. 10, 12).
Κατά παρόμοιο τρόπο ο Απόστολος Πέτρος επαναλαμβάνει στην Καθολική Επιστολή του: «Πόλεις Σοδόμων και Γομόρρας τεφρώσας κατέκρινεν, υπόδειγμα μελλόντων ασεβέσιν τεθεικώς» (Β´ Πέτρ. 2, 6).

Επίσης ο Απόστολος Ιούδας ( όχι ο προδότης ) επιβεβαιώνει ότι τα Σόδομα και η Γομόρα κατεστάθησαν αιώνιο παράδειγμα θείας καταδίκης εξαιτίας των μετά «σαρκός ετέρας» αμαρτημάτων: «Ως Σόδομα και Γόμορρα και αι περί αυτάς πόλεις, τον όμοιον τρόπον τούτοις ἐκπορεύσασαι και απελθούσαι οπίσω σαρκός ετέρας, πρόκεινται δείγμα πυρός αιωνίου δίκην υπέχουσα» (Ιούδα 7).

Στην δε προς τους Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου των Εθνών Παύλου διαβάζουμε: «Μη πλανάσθε οὐτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοὶ (αὐτὸ δὲν τὸ ἐγνώριζε ὁ Πάπας ὅταν ἐξέδωκε τὴν γνωστὴ ἐγκύκλιο γιὰ τὴν ἁμαρτία αὐτή;) ούτε αρσενοκοίται... βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσι» (Α´ Κορ. 6, 9).

Επίσης στην επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο γράφει: «... αρσενοκοίταις... και ει τι έτερον τη υγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ αντίκειται» (Α´Τιμ. 1, 10. Βλ. καὶ Ρωμ. 1, 26).

Εξάλλου, πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι διαστρέβλωση της αληθείας ο ισχυρισμός, ότι στην Αρχαία Ελλάδα η ομοφυλοφιλία είχε καταστεί τρόπος ζωής, αφού αποδεδειγμένα αυτή κτυπήθηκε ανηλεώς.

Στον νόμο του Λυκούργου της Σπάρτης διαβάζουμε: «Ει δε τις παιδός σώματος ορεγόμενες φανείη αίσχιστον τούτο...» (Ξενοφώντος, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 2, 135-6). Ο Δημοσθένης αναφέρεται σε σχετικό νόμο του Σόλωνα, ο οποίος κατηργούσε το δικαίωμα λόγου στον αρσενοκοίτη: «Μήτε λέγειν, μήτε γράφειν εξείναι τοις ηταιρηκόσιν» (Κατὰ Ανδροτίωνος, 306-7).
Την αυστηρότητα για την μη ύπαρξη περιθωρίων αναπτύξεως παρά φύση σωματικών σχέσεων μας την φωτογραφίζει ένας άλλος νόμος του Αττικού Δικαίου που τον διασώζει ο Αισχίνης. Εκεί αναφέρεται η αυστηρή απαγόρευση στους ανήλικες να εισέρχονται σὲ κοινόχρηστους χώρους νέων, όπως σε σχολές, γυμναστήρια κ.άλ. (Κατὰ Τιμάρχου, 101-12, βλ. καὶ 1851-8).

Ο δε Σόλων στους σχετικούς νόμους του αναφέρει ότι αυτός που θα μηνυθεί για κιναιδισμό και καταδικασθεί, νὰ παραδίδεται στους Ένδεκα και να θανατώνεται αυθημερόν.
Ας το ακούουν αυτὸ όσοι αποφαίνονται αβασανίστως ότι η Αρχαία Ελλάδα ήταν έρμαιο της επάρατης αυτής ψυχικής ασθενείας.

Στους Ιεροὺς Κανόνες της Εκκλησίας μας η αρσενοκοιτία κολάζεται ως παρά φύση ασέλγεια και ως αδίκημα.

Στον 7ο κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου αναγινώσκουμε:

«Αρρενοφθόροι, και ζωοφθόροι και φονείς και φαρμακοί, και μοιχοί, και ειδωλολάτραι, της αυτής καταδίκης εισίν ηξιωμένοι...» (Σύνταγμα Κανόνων 4, σ. 110. Βλ. και σ.173). Κατά τον 62ο κανόνα του ιδίου Πατρός «ο την ασχημοσύνην εν τοις άρρεσιν επιδεικνύμενος» (όπ. π., σ. 220) παραμένει 15  χρόνια εκτός της Θείας Κοινωνίας.

Ὁ δέ 4ος κανόνας του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης διπλασιάζει τόν κανόνα της πορνείας για τους αρρενομίκτες από 8 έτη αποχής από τα Τίμια Δώρα σε 18 αποκλεισμό απὸ Αυτά:

«... διά τούτο διπλασίων ωρίσθη της επιστροφής ο χρόνος τοις εν μοιχείᾳ μιανθεῖσι, και εν τοις άλλοις τοις απηγορευμένοις κακοίς, ζωοφθορία τε και τη κατά του άρρενος λύσσῃ...» (όπ. π., σ. 309).
Κατά ταύτα ο αρρενοκοίτης που διέπραξε την θανάσιμη αμαρτία της παρά φύση ασελγείας, δεν είναι δυνατόν να καταταγεί στον ιερό Κλήρο ως μεμολυσμένος (βλ. 61ο κανόνα Αγ. Ἀποστόλων και 9ο Α´ Οικ. Συν.).

Ο Ιωάννης ο Νηστευτής στον 19ο κανόνα του επισημαίνει: «Παιδίον δέ πρός τινος φθαρέν, εις ιερωσύνην ουκ έρχεται. Ει γαρ κακείνο διά το ατελές της ηλικίας ουχ ήμαρτεν, αλλά το αυτού σκεύος ερράγη, και εις ιεράν υπουργίαν άχρηστον γέγονεν».

Με ἄλλους λόγους ο Άγιος Πατήρ τονίζει ότι, έστω και σ’ αυτή την παιδική ηλικία εάν ἐτελέσθη το αμάρτημα, αποτελεί κώλυμα ιερωσύνης (όπ. π., σ. 442. Βλ. εκτενέστερα Γ. Εὐθυμίου, Η ομοφυλοφιλία εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου και Ποιμαντικής, Αθήναι 2004).

Δυστυχώς, στις ημέρες μας η αρσενοκοιτία (ομοφυλοφιλία) παρουσιάζει αναμφισβήτητη έξαρση παγκοσμίως. Πιστεύουμε ότι η έξαρση αυτή οφείλεται αφ’ ενός μεν στην αποστασιοποίηση του ανθρώπου από τον Θεό και επομένως στην χαλάρωση και αμαύρωση των ηθικών κριτηρίων, αφ’ ετέρου δε στην πλήρη ελευθεριότητα στις σχέσεις των δύο φύλων.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επίδραση του ως άνω φαινομένου έχει διεισδύσει σε διάφορες ομάδες ανθρώπων, ακόμη και σε εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν να ιερωθούν.

Από όλα όσα παρετέθησαν μέχρι εδώ, γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι η ύπαρξη του προαναφερθέντος φαινομένου, δηλαδή της διαστρόφου σαρκικής σχέσεως μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, καθιστά τον υποψήφιο αμέσως και απολύτως ακατάλληλο προς ιερατεία.

Όπως από τα πιο πάνω αντιληφτήκαμε, η ομοφυλοφιλία δεν μπορεί να δικαιωθεί από κανέναν.

Εάν υπάρχει σωματική βλάβη, πρέπει να επεμβαίνει ὁ γιατρός. Εάν είναι κληρονομική ροπή ή κακή συνήθεια, πρέπει να υπάρξει σκληρός εκκλησιαστικός αγώνας από τον πάσχοντα, ώστε με την Χάρι του Θεού να τό ξεπεράσει.

Αυτή είναι η αλήθεια για το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας. Όλα τα άλλα είναι διαστρέβλωση και συγκάλυψη της αληθείας.

*Αποσπάσματα απὸ τα βιβλία:
1)
Quovadishomine (homo)? Δογματικά, Φιλοσοφικά, Ιστορικά, Κοινωνικά Δοκίμια,
Πάτρα 1999, σσ. 226-228 και
2) Τα κωλύοντα την Ιερωσύνη και καθαιρούτα τοις κληρικούς παραπτώματα κατά τους Ιεροὺς Κανόνες,
εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010, σσ. 129- 133.

ΠΗΓΗ:  
ΚΛΙΚ