Μια μέρα ο Αθανάσιος είδε τρεις άντρες να ψέλνουν τόσο ωραία, ώστε έτρεξε προς το μέρος τους. Ένιωσε τόση χαρά και γαλήνη από την παρουσία τους, ώστε άφησε τα ζώα και προχώρησε μαζί τους. Ξαφνικά όμως χάθηκαν. Άρχισε τότε να κλαίει και, γυρίζοντας στο σπίτι, αποκάλυψε στο νοικοκύρη το περιστατικό. Εκείνος τον κατέβασε στην εκκλησία και του έδειξε τις εικόνες, μήπως και τους αναγνωρίσει.

Ο νέος τους αναγνώρισε στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών που βρισκόταν στο τέμπλο.

Κατάλαβε τότε ο νοικοκύρης ότι το παιδί αυτό δεν κάνει για βοσκός και τον συνόδευσε στην Τυφλίδα. Εκεί ανακάλυψαν ένα θείο του, που ήταν επίσκοπος, ο οποίος τον αναγνώρισε από το πιστοποιητικό γεννήσεώς του (το μόνο χαρτί που είχε πάρει μαζί του αρχικά φεύγοντας). Έτσι τον πήρε κοντά του. Ο Αθανάσιος εκεί έμαθε τη Γεωργιανή γλώσσα.

Το 1917 εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Ζωοδόχου Πηγής (Γεωργία) παίρνοντας το όνομα Συμεών, ενώ όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος ονομάστηκε Γεώργιος, όπως του είχε προείπει ο άγιος Γεώργιος, που τον είχε δει καβαλάρη στην παιδική του ηλικία.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το μοναστήρι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, οι δε μοναχοί, όσοι δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, θανατώθηκαν. Ο άγιος επίσης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα και σώθηκε εκ θαύματος, γιατί οι πρώτες σφαίρες στάθηκαν σε ένα εγκόλπιο με την εικόνα της Παναγίας που φορούσε στο στήθος του, ενώ οι επόμενες, καθώς είχε πέσει κάτω, τον βρήκαν στα πόδια.

Το πρωί φάνηκε ένα αυτοκίνητο με επαναστάτες που μάζεψε όσους είχαν γλιτώσει (έξι τον αριθμό). Παρόλο που τους απείλησαν, τους μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο και, όταν έγιναν καλά, τους άφησαν ελεύθερους. Μετά από λίγο καιρό όμως ο άγιος φυλακίζεται μαζί με άλλους κληρικούς κάτω από άθλιες συνθήκες, από όπου απελευθερώνονται λόγω της επιρροής ενός ευσεβούς Ρώσου, του Ανδρέα Σιμόνωφ, και της γυναίκας του Αρτεμισίας.

Περιπλανώμενος και ταλαιρωπούμενος για λίγα χρόνια, ο Γεώργιος ήρθε στην Ελλάδα το 1929 και το 1930 εγκαταβίωσε στη Δράμα, στο χωριό Ταξιάρχες, όπου, μετά από παράκληση των κατοίκων, του παραχωρήθηκε από τη διεύθυνση Γεωργίας ένα αγροτεμάχιο 5-6 στρεμμάτων.

Εκεί, μετά από νέες περιπέτειες, αλλά με τη βοήθεια της τοπικής κοινότητας, ίδρυσε το μοναστήρι της Αναλήψεως του Σωτήρος, όπου και έζησε το υπόλοιπο της επίγειας ζωής του, ώς το 1959.

Λόγω της αρετής του, αλλά και των έντονων αγιοπνευματικών χαρισμάτων του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αναδείχθηκε σε μεγάλο Γέροντα, διδάσκαλο και πνευματικό πατέρα πολλών ανθρώπων.

Ήταν άνθρωπος με βαθιά ανησυχία για την ψυχή των συνανθρώπων του, ευγενής, αφανάτιστος, με υψηλό ήθος, δάσκαλος αγάπης, αυστηρός με την αμετανόητη κακία και την υποκριτική ευσέβεια που συχνά αντιμετώπιζε, αλλά χωρίς σκληρότητα προς τους αμαρτωλούς ή προς εκείνους που εμείς, οι «ακριβοδίκαιοι», θα χαρακτηρίζαμε κακούς ανθρώπους.

Ωστόσο, όπως όλοι οι άγιοι, ήταν απαιτητικός σε θέματα ήθους και πίστευε ότι πρέπει να είμαστε αυστηροί με τη συνείδησή μας.

Είναι χαρακτηριστικός ο κανόνας ταπείνωσης που ζητούσε, με πίκρα κι όχι με ηθικιστικό μίσος, από τις μητέρες που είχαν κάνει έκτρωση ή μαίες που είχαν συνεργήσει σε έκτρωση (το αναγνώριζε και τους το αποκάλυπτε ο ίδιος με το διορατικό του χάρισμα): να ζητιανέψουν για εφτά μέρες σε εφτά χωριά (μία μέρα σε κάθε χωριό) και, ό,τι συγκεντρώσουν από τις ελεημοσύνες, να το δώσουν στους φτωχούς.

Διέθετε εξαιρετικά ισχυρό διορατικό και προφητικό χάρισμα. Διέβλεπε την ταυτότητα, το παρελθόν και τις ανάγκες των προσκυνητών του μοναστηριού του, αντιλαμβανόταν γεγονότα από χιλιόμετρα μακριά, ασθενείς θεραπεύονταν μέσω της προσευχής του κ.λ.π., ενώ μαρτυρούνται συγκλονιστικές οπτασίες και επαφές του με ιερά πρόσωπα, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Σε περιόδους όπου το μοναστήρι του δεχόταν μεγάλες ομάδες προσκυνητών, που περνούσαν με τη σειρά και ασπάζονταν τον άγιο, παίρνοντας την ευλογία του, συνέβαινε να σταματήσει ο άγιος κάποιον και να τον ρωτήσει:

«Εσύ τον φοβάσαι το Θεό;». «Βεβαίως και τον φοβάμαι» απαντούσε κατά κανόνα ο επισκέπτης. «Αν Τον φοβόσουν», έλεγε ο άγιος, «δε θα είχες κάνει αυτό, ή εκείνο» και του αποκάλυπτε σοβαρά αμαρτήματα, αδικίες κατά των συγγενών του ή των ανήμπορων γερόντων του σπιτιού του, ακόμη και κρυφά εγκλήματα.

Ο άγιος ετάφη χωρίς φέρετρο, κατά την τάξη των μοναχών. Στην κηδεία του, μετά από επιθυμία του, οι γυναίκες φορούσαν άσπρα κεφαλομάντηλα.

Την ημέρα της κοίμησής του, δύο κυπαρίσσια που βρίσκονταν στην αυλή του μοναστηριού λύγισαν και παρέμειναν λυγισμένα για σαράντα μέρες. Μετά την κοίμησή του έχουν σημειωθεί πλήθος θαύματα και εμφανίσεις του.

Ο Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης εντάχθηκε επίσημα στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο το 2008 και η μνήμη του τιμάται στις 4 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.

http://aktines.blogspot.gr/2015/11/blog-post_4.html#more